- σανίκουλα
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδανθή τής τάξης κορνώδη, με 35-40 είδη ποών που απαντούν σε όλο τον κόσμο, εκτός από την Αυστραλία, την Νέα Ζηλανδία και την Γουινέα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. sanicula, πιθ. υποκορ. τού λατ. sanus «υγιής»].
Dictionary of Greek. 2013.